πυρπόλει

πυρπόλει
πυρπολέω
light and keep up a fire
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
πυρπολέω
light and keep up a fire
imperf ind act 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πυρπολεῖ — πυρπολέω light and keep up a fire pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) πυρπολέω light and keep up a fire pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπυριστής — ἐμπυριστής, ο (Α) αυτός που πυρπολεί, ο εμπρηστής …   Dictionary of Greek

  • πυρπολώ — πυρπολῶ, έω, ΝΜΑ βάζω φωτιά σε κάποιον ή σε κάτι και τον καταστρέφω εντελώς, απανθρακώνω (α. «ο ψυχασθενής πυρπόλησε με πετρέλαιο τη γυναίκα του» β. «τὶς ἡμῶν πυρπολεῑ τὴν οἰκείαν;», Αριστοφ.) αρχ. 1. ανάβω φωτιά και τη διατηρώ 2. επιτίθεμαι… …   Dictionary of Greek

  • Ρέθυμνο — Πόλη της Κρήτης, πρωτεύουσα της ομώνυμης πρώην επαρχίας (350 τ. χλμ.) και του ομώνυμου νομού, η τρίτη σε πληθυσμό πόλη της Κρήτης μετά τον Ηράκλειο και τα Χανιά. στον δήμο Ρ., υπάγονται οι οικισμοί Γάλλος, Ξηρό Χωριό, Αγία Ειρήνη, Γιαννούδι,… …   Dictionary of Greek

  • εμπρηστής — ο 1. αυτός που καίει, που πυρπολεί. 2. αυτός που προκαλεί εμπρησμό (βλ. λ., 2) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”